- πετάλωθρο
- και πετάλωτρο, το, Ν1. ειδικό εργαλείο, με το οποίο γίνεται το πετάλωμα2. ξύλινη κατασκευή με τέσσερεις ορθοστάτες, μέσα στην οποία τοποθετούνται τα ζώα που αντιδρούν στο πετάλωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλώνω + επίθημα -θρο / -τρο (πρβλ. σάρω-θρο, φίμ-ωτρο)].
Dictionary of Greek. 2013.